- Χέντελ, Γκέοργκ Φρίντριχ
- (Hδndel, Χάλε επί του Ζάαλε 1685 – Λονδίνο 1759). Γερμανός συνθέτης. Σύγχρονος του Μπαχ, αλλά αναθρεμμένος μέσα σε μια οικογένεια χωρίς μουσικά ενδιαφέροντα και μάλιστα εχθρική προς τη μουσική, ο X. θεωρείται συχνά ως ο μουσικός που συμπληρώνει την εμπειρία του Μπαχ. Γεννημένοι τον ίδιο χρόνο και σε γειτονικές περιοχές, οι δύο μεγάλοι συνθέτες δεν κατάφεραν ποτέ να συναντηθούν. Και ενώ ο Μπαχ, παραγνωρισμένος από τους συγχρόνους του, αγωνίστηκε πολύ για να κερδίσει τη ζωή του, αδιαφορώντας για την αναγνώριση της μεγαλοφυΐας του (που έγινε άλλωστε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του), ο X., αν τιμήθηκε εξαιρετικά όσο ζούσε, χρειάστηκε πολύν καιρό για να αναγνωριστεί ως αυτόνομη και πρωτότυπη προσωπικότητα, έξω από τη σφαίρα του Μπαχ. Από την παιδική του ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική και σε ηλικία 7 ή 8 ετών κατόρθωσε να υπερνικήσει την πατρική απαγόρευση και να φοιτήσει στη σχολή του Φρίντριχ Βίλχελμ Τσάχο, καλού εκτελεστή εκκλησιαστικού οργάνου, που ήταν ο πρώτος δάσκαλός του. Το ενδιαφέρον που έδειχναν οι γερμανικές αυλές για τη μουσική επέτρεψε στον X., σε ηλικία 12 ετών, να εισχωρήσει σε μουσικούς κύκλους με μεγάλη επιρροή και να αποκτήσει έτσι κάποια φήμη. Το 1705 παρουσίασε με επιτυχία στο Αμβούργο, το πρώτο του μελόδραμα Αλμίρα, υπερνικώντας τη ζήλεια των συνθετών της μόδας. Αφού ασχολήθηκε για αρκετό καιρό με τη διδασκαλία της μουσικής, έφυγε στην Ιταλία, και έμεινε αρκετά στη Φλωρεντία, στη Ρώμη και στη Βενετία (όπου το 1709 σημείωσε εξαιρετική επιτυχία με το μελόδραμά του Αγριππίνα), και πάλι στη Ρώμη, όπου έγινε πρόθυμα δεκτός στην ακαδημία Αρκαδία και στους σημαντικότερους πνευματικούς κύκλους. Η απαγόρευση των θεατρικών παραστάσεων από τον πάπα Κλήμη IA’, μετά τον σεισμό του 1704, στάθηκε η αφορμή που ώθησε τον X. να αρχίσει τη σύνθεση ορατορίων. Ένας διαγωνισμός για εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο με τον Ντομένικο Σκαρλάτι έκανε τον X. να εγκατασταθεί στη Νάπολη, όπου έμενε και ο μεγάλος αντίπαλός του, για να μελετήσει καλύτερα την ενόργανη μουσική. Η ποικιλία των πνευματικών ενδιαφερόντων συνέπιπτε στον X. με τη μόνιμη τάση του να αποκτά νέες εμπειρίες, που έγινε αργότερα η αιτία των συνεχών ταξιδιών του. Από τη Νάπολη γύρισε στην πατρίδα του το 1710, αφού σταμάτησε πάλι στη Ρώμη, στη Φλωρεντία και στη Βενετία. Έμεινε μερικούς μήνες στο Ανόβερο, αλλά στα τέλη του ίδιου χρόνου βρισκόταν στο Λονδίνο, όπου επιβλήθηκε με τις εξαιρετικές εκτελέσεις του στο εκκλησιαστικό όργανο και με το μελόδραμα Ρινάλντο (1711) που απήλλαξε γρήγορα το πεδίο των λυρικών θεαμάτων από τις συμβατικότητες και τους καιροσκοπισμούς του μελοδράματος. Οι αντιζηλίες στις οποίες προσέκρουσε, τον ανάγκασαν να ξαναγυρίσει στο Ανόβερο, όπου ο Βενετσιάνος Αγκοστίνο Στέφανι, διάσημος μουσικός και συγχρόνως γνωστός στους διπλωματικούς κύκλους τον υπέδειξε για τη θέση του αρχιμουσικού. Ενώ ο Μπαχ την ίδια εποχή πάλευε με κόπο κατά της γραφειοκρατίας και της ιεραρχικής οργάνωσης της γερμανικής μουσικής, ο X. επιβαλλόταν στους κοσμικούς κύκλους, συνδεδεμένος αλλά κατά βάθος ξένος προς την κοσμική ζωή. Όπως όμως για τον Μπαχ τα όρια των κοινοτικών συμβουλίων δεν τον εμπόδισαν ποτέ να ακούει στη συνείδησή του τη φωνή του κόσμου, έτσι και για τον X. η κοσμική ζωή δεν στάθηκε εμπόδιο στη διαμόρφωση της ηθικής του προσωπικότητας. Aν και ο ένας ήταν δεμένος με τις μουσικές καθημερινότητες των πύργων και ο άλλος περιέφερε περιφρονητικά την επιτυχία του από τη μια αυλή στην άλλη, ο Μπαχ και ο X. είναι στην πραγματικότητα οι δυο όψεις της ίδιας προσπάθειας: να επιβάλουν δηλαδή τη μουσική ως ένα ανανεωμένο όργανο πολιτισμού, ισάξιο με τις άλλες εκδηλώσεις της τέχνης. Ο Μπαχ έγραψε ένα πλήθος έργων, αν και δεν του τα ζητούσαν, ενώ ο X., που μπορούσε να τα έχει όλα, αποσύρθηκε σιγά σιγά από τις επίσημες και τις καθιερωμένες θέσεις και θεσμούς για να αναζητήσει, με νέες πρωτοβουλίες, ένα νέο κοινό, νέους κοινωνικούς τομείς. Κατά τη μακρά παραμονή του στην Αγγλία, παρουσίασε στην Ακαδημία του Λονδίνου, που ίδρυσε και διηύθυνε ο ίδιος, τα μελοδράματα: Μούκιος Σκαιβόλας (1721), ‘Oθων και Φλάβιος (1723), Σκιπίων και Αλέξανδρος (1726), Ριχάρδος A’ (1727), Πτολεμαίος και Σιρόης (1728), που παίχτηκαν αργότερα σε όλη την Ευρώπη και τα παρέλαβαν ακόμα και οι περιοδεύοντες θίασοι. Όταν το ενδιαφέρον του κοινού για το μουσικό θέατρο φάνηκε να μετατοπίζεται προς τα θεάματα που είχαν ως κέντρο την κοινωνική σάτιρα και τις μελοδραματικές συμβατικότητες (π.χ. τη Beggar’s Opera του Τζον Γκέι, που παίχτηκε στο Λονδίνο το 1728), ο X. αφοσιώθηκε στα μεγάλα ορατόρια σε αγγλική γλώσσα, παρότι αυτό τον ζημίωσε ως σκηνοθέτη και ως διευθυντή της Ακαδημίας. Το ορατόριο που τον τοποθέτησε αργότερα στην κορυφή της μουσικής ήταν ο περίφημος Μεσσίας (Messias) που εξελέγη για πρώτη φορά στο Δουβλίνο το 1742. Τον ίδιο χρόνο ακολούθησε ο Σαμψών (1748) και έπειτα η Σεμέλη (1743), ο Ηρακλής (1744), ο Βαλτάσαρ (1744), ο Σολομών (1748), η Θεοδώρα (1749), ο Ιεφθάε (1751). Αφού υπέστη πρώτα παράλυση και μετά προοδευτική τύφλωση, που τις δέχτηκε όμως με απόλυτη καρτερία, σχεδόν όπως και ο Μπαχ, πέθανε μέσα στην πλήρη αναγνώριση της εκπληκτικής μουσικής δραστηριότητάς του, που ανέπτυξε με παραδειγματική ηθική ευθύτητα και με έντονη ζωτικότητα. Η ζωτικότητά του άλλωστε διαφαίνεται και μέσα στην κολοσσιαία παραγωγή του, που συνήθως χωρίζεται σε 2 περιόδους (την ιταλική και την αγγλική) και σε 2 τομείς (το μελόδραμα και το ορατόριο), αλλά που προβάλλεται ενιαία, ακόμα και στα άφθονα έργα του ενόργανης μουσικής, ως αναζήτηση μιας πρωτότυπης συνθετικής ευγένειας, μέσα στην οποία η μελωδική λαμπρότητα και η αρχιτεκτονική σοφία διατηρούν τη γοητεία και τη ζωντάνια τους, γιατί δονούνται από την ενσυνείδητη αναζήτηση μιας νέας ανθρώπινης και καλλιτεχνικής αξιοπρέπειας. Την πλήρη έκδοση των έργων του X., που περιλαμβάνει 100 τόμους δημοσιευμένους μεταξύ 1859 και 1894, επιμελήθηκε ο Γερμανός μουσικολόγος Φρίντριχ Κριζάντερ (1826 – 1901).
Dictionary of Greek. 2013.